Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς

См. также в других словарях:

  • χειραγωγός — ο, ΝΜΑ 1. αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «χειραγωγός τού τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ) 2. αυτός που καθοδηγεί κάποιον, καθοδηγητής («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»